κατηγάθεος

κατηγάθεος
κατηγάθεος [γᾰ], ον, strengthd. for ἠγ-, epith. of Zeus, Antioch. Astr.in Cat.Cod.Astr.1.109.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατηγάθεος — κατηγάθεος, ον (Α) (επιτ. τ. τού ηγάθεος) επίθ. τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠγάθεος «πολύ ιερός»] …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”